Студопедия
Случайная страница | ТОМ-1 | ТОМ-2 | ТОМ-3
АрхитектураБиологияГеографияДругоеИностранные языки
ИнформатикаИсторияКультураЛитератураМатематика
МедицинаМеханикаОбразованиеОхрана трудаПедагогика
ПолитикаПравоПрограммированиеПсихологияРелигия
СоциологияСпортСтроительствоФизикаФилософия
ФинансыХимияЭкологияЭкономикаЭлектроника

(Plescheev S.I. Dnevnie zapiski puteshestviya iz arkhipelazhskogo, Rossii prinadlezhaschego ostrova Parosa v Siriyu I k dostopamyatnim mestam v predelakh Ierusalima nakhodyaschikhsya. Spb., 1773).



Θεοδώρα Γιαννίτση,

διδάκτωρ ιστορικών επιστημών Κρατικού Πανεπιστημίου Μόσχας «Lomonosov»,

διευθύντρια Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (www.hecucenter.ru)

Ελλάδα – Ρωσία: κοινές σελίδες ιστορίας

ή

Ελληνισμός και Φιλελληνισμός στη Ρωσία: παρελθόν, παρόν, μέλλον.

(Χαιρετισμός στην εκδήλωση «Ενότητα ορθόδοξων λαών. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Χριστουγεννιάτικες παραδόσεις από διάφορες περιοχές της Ορθόδοξης Ελλάδας», Μόσχα, 08 Δεκεμβρίου 2014).

Καταπληκτικό κλίμα, πλούτος έργων, πλεονακτική γεωγραφική θέση για το εμπόριο και το ένδοξο παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας, πάντα θα ελκύουν στις νήσους του Αρχιπελάγους την περιέργεια των περιηγητών και την προσοχή των πολιτικών.

Β.Μ. Μπρονέφσκι,

Αξιωματικός του ρωσικού στόλου

Aυτά αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο αξιωματικός του ρωσικού στόλου Βλαντίμιρ Μπρονέφσκι (Β.Μ.) για τη Χώρα μας, ο οποίος συμμετείχε στις επιχειρήσεις του αξιωματικού στόλου στη Μεσόγειο (Αιγαίο και Ιόνιο) υπό την αρχηγία του Αντιναυάρχου Ν.Ι. Σενιάβιν την περίοδο 1805-1807.



 

 

Ελλάδα και Ρωσία, Έλληνες και Ρώσοι, δύο λαοί, δύο ιστορίες, δύο πορείες στο χώρο και το χρόνο που συχνά διαπλέκονται, ενίοτε δε ταυτίζονται.

Βυζάντιο, χριστιανισμός, μεσαίωνας, Έλληνες λόγιοι και αγιογράφοι στη Ρωσία, ίδρυση το 1687 της Σλαβο-Ελληνο-Λατινικής Ακαδημίας στη Μόσχα από τους αδελφούς Λιχούδη, 18ος αι., Ρώσο-Τουρκικοί πόλεμοι του 18ου αιώνα, μεταναστευτικό κύμα Ελλήνων προς τη Ρωσία, ίδρυση ελληνικών κοινοτήτων στη Νότια κυρίως Ρωσία, Ναυμαχία Τσεσμέ το 1770, όταν ο ρωσικός στόλος εξολόθρεψε τον τουρκικό πλησίον της Χίου, ίδρυση το 1800 του Ιονίου Πολιτείας (Ναύαρχος Ουσακώφ) του πρώτου στην ιστορία ανεξάρτητου ελληνικού κρατιδίου, ρωσική εσκτρατεία στη Μεσόγειο υπό την αρχηγία του άγνωστου στην ελληνική βιβλιογραφίας Ναυάρχου Σενιάβιν, ναυμαχίες του Άθωνα και των Δαρδανελλίων το Μάιο και Ιούνιο του 1807 αντίστοιχα, ότνα για πολλοστή φορά ο ρωσικός στόλος εξουδετέρωνε τον οθωμανικό στόλο, δραστήρια συμμετοχή της ρωσικής διπλωματίας στην υπόθεση λύσης του Ελληνικού Ζητήματος, θρυλική Ναυμαχία του Ναυαρίνου τον Οκτώβριο του 1827, όταν η ηνωμένο άγγλο-γάλλο-ρωσικό στόλος κατέστρεψε τον Τούρκο-Αιγυπτιακό, Ρωσο-Τουρκικός Πόλεμος 1828-1829 (νίκη της Ρωσίας, Συνθήκη της Ανδριανούπολης στις 14.9.1829, με την οποία η Ρωσία υποχρέωνε την Πύλη να παράσχει στην Ελλάδα αυτονοία και λίγους μήνες αργότερα, τον Ιοανοάριο του 1830, υπεγράφη στο Λονδίνο η Ίδρυση του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας) αυτά όλα αποτελούν ορισμένα μόνο παραδείγματα διασταύρωσης της ιστορικής πορείας των δύο ομόδοξων λαών. Στα τέλη του 18ου αι. και κυρίως κατά τον 19ο αι. οι ελληνορωσικές σχέσεις και η ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού στη Ρωσία αποκτούν νέα δυναμική, πράγμα στο οποίο συμβάλλει η ενίσχυση των ελληνικών κοινοτήτων στη νότια, κυρίως, επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η προστασία και τα προνόμια που αυτές χαίρουν εκ μέρους των ρωσικών Αρχών, δεδομένου ότι η ρωσική πολιτική ηγεσία ενδιαφέρεται να εγκαταστήσει ορθόδοξο πληθυσμό στα νοτια συνορά της και τον προσελκύει με σειρά προνομίων (φορολογικές ελαφρύνσεις, εκχώρηση γης, απαλλαγή από στρατιωτική θητεία κ.α.), καθώς και το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον της ρωσικής κοινής γνώμης απέναντι στα ελληνικά δρώμενα.

 

Στο σημείο αυτό εκτιμούμε ότι αξιζει να προσκομισθούν ορισμένες πληροφορίες, που αντλούμε από τα απομνηονεύματα Ρώσων περιηγητών, που επισκέφθηκαν τον ελληνικό κόσμο την περίοδο από τα τέλη του 18ου έως τις αρχές του 20 αι. και τα οποία περιέχουν αξιόλογα στοιχεία για τον καθημερινό βίο του ελληνικού πληθυσμού, την αμοιβαία αντιμετώπιση Ελλήνων και Ρώσων.

 

Στα απομνημονεύματα των περιηγητών γίνονται συχνές αναφορές στο ότι οι Έλληνες, αρκετά συχνά, διαβλέπουν στην παρουσία των Ρώσων τη δυνατότητα απαλλαγής από τη θρησκευτική καταπίεση, στην οποία τους επιβάλουν οι Τούρκοι κατακτητές. Ο Ρώσος αξιωματικός Στεπάν Χμετέφσκι, που συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο την περίοδο 1770-1774, καταγράφει το γεγονός, ότι ομάδα ανώτερου κλήρου των νησιών του Αιγαίου στέλνει, το Φεβρουάριο του 1771, στη Μεγάλη Αικατερίνη και τον Αλέξιο Ορλώφ, επικεφαλής του ρωσικού στόλου, επιστολή, στην οποία τους παρακαλεί να αναλάβουν την προστασία και εύνοια «όλων των ενάρετων χριστιανών της ελληνικής θρησκείας».[1]

 

Ακόμη, όμως, και όταν οι Έλληνες δεν διαθέτουν τη δυνατότητα άμεσης συμμετοχής στις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν κρύβουν τη χαρά τους από τις επιτυχίες του ρωσικού στόλου και την ήττα των Τούρκων. Ο λοχαγός του ρωσικού ναυτικού Σεργκέι Πλεσέεφ περιγράφει ότι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Εγγύς Ανατολή το 1772, έγινε γνωστή η έναρξη νέων πολεμικών επιχειρήσεων του ρωσικού ναυτικού ενάντια των Τούρκων. Σύμφωνα με τον Πλεσέεφ, η είδηση αυτή προξένησε στον ελληνικό πληθυσμό έκρηξη θαυμασμού: «Ο λαός χαιρόταν και όλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχισμένους, διότι βοηθούν τους Ρώσους ενάντια στους Τούρκους».[2]

Όταν το 1821 στην Ελλάδα ξεσπά η Επανάσταση, οι Έλληνες όλο και περισσότερο προσανατολίζονται προς τη Ρωσία, αποσκοπούν στην υποστήριξή της ως εγγύηση για την επίτευξη του σκοπού τους, δηλαδή την επιτυχή έκβαση του αγώνα ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Πόσο μάλλον που ίσως για πρώτη φορά τίθεται με τέτοια οξύτητα το ζήτημα ζωής ή θανάτου για τους Έλληνες. Ευρισκόμενος στο επίκεντρο της ενόπλου σύρραξης, ο Ρώσος προσκυνητής Κιρ Μπρόννικωφ, δουλοπάροικος των Σερεμέτιεφ, περιγράφει ως εξής τη κοινή γνώμη και τις διαθέσεις των κατοίκων της Σκοπέλου, κοντά στο Άγιο Όρος: «Οι κάτοικοι βρίσκονταν σε μεγάλη θλίψη, ιδίως οι γυναίκες. Συναντώντας μας στο δρόμο και μη γνωρίζοντας τη ρωσική γλώσσα, ξέπνοες και μέσα στα δάκρυα μας έλεγαν τα εξής, τα οποία μας εξήγησε αργότερα διερμηνέας: «εάν δε μας βοηθήσει η Ρωσία, τότε εμείς οι Έλληνες χαθήκαμε».

 

Οι διαρκείς επαφές ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρώσους έχουν ως επακόλουθο ορισμένη πολιτιστική επίδραση της Ρωσίας στην Ελλάδα. Η παραμονή, για παράδειγμα, του ρωσικού στόλου στον Πόρο, όπου τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση εγκαθίσταται η ρωσική ναυτική βάση, σε ορισμένο βαθμό επηρεάζουν τον καθημερινό βίο και τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού. Καταγράφοντας τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στο νησί, ο Ρώσος διπλωμάτης Κωνσταντίν Μπαζίλη (με ελληνικές ρίζες) αναφέρει:

 

«Μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Πόρος είναι ρωσική πόλη, ενώ τα παράλια του Μοριά ανεπτυγμένη ρωσική επαρχία. Όλοι, σχεδόν, οι κάτοικοι καταλαβαίνουν τη γλώσσα μας, ενώ αρκετοί νέοι Ποριώτες μιλούν ελεύθερα τη ρωσική. Οι φιλικές τους σχέσεις με τους ναύτες μας άρχισαν από εκείνη ακριβώς την ημέρα, όταν οι πρώτοι Ρώσοι, που πάτησαν το πόδι τους στο νησί, αντί να μακρηγορούν, έβγαζαν την τραγιάσκα τους και, κάνοντας το σταυρό τους, έλεγαν: «ο Έλληνας είναι χριστιανός, ο Ρώσος είναι χριστιανός» και φιλικά αγκαλιάζονταν ως ποίμνιο της ίδιας εκκλησίας, ενώ το κύπελλο με το κρασί επισφράγιζε την αδερφική τους ένωση.»[3]

 

 

Ανάλογο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και τις ελληνικές σπουδές παρατηρούμε σήμερα στη ρωσική πρωτεύουσα, στα πλαίσια των δράσεων του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού, το οποίο τα τελευταία εννέα (9) χρόνια δραστηριοποιείται με στόχο τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Ρωσία, την ενίσχυση των ελληνο-ρωσικών πολιτιστικών σχέσεων και την αξιοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού, Ελλήνων και Φιλελλήνων, όλων αυτών που με τη δράση τους συμβάλλουν στην ελληνορωσική σύμπραξη.

H δραστηριότητα του Κ.Ε.Π. συνεπάγεται δρομολόγηση προγραμμάτων σε τακτική βάση (διδασκαλία γλώσσας, διαλέξεις ελληνικής ιστορίας, μαθήματα ελληνικού χορού, σύσταση χορωδίας ελληνικού τραγουδιού), καθώς και έκτακτων-μεμονωμένων προγραμμάτων.

Για δέκατη συνεχή ακαδημαϊκή χρονιά (2014-2015) η διδασκαλία γλώσσας πραγματοποιείται σε καθημερινή βάση σε έξι ακαδημαϊκές εστίες της ρωσικής πρωτεύουσας, και συγκεκριμένα στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης Νο 551 ( σχολείο με έμφαση στην ελληνική παιδεία), Νο 26 (πλησίον του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας «Λομονόσωφ»), στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Μόσχας, πρύτανης του οποίου είναι ο γνωστός ομογενής επιστήμονας, οικονομολόγος και πρώην Δήμαρχος της Μόσχας Γαβριήλ Ποπώφ, στη Βιβλιοθήκη Ξένης Λογοτεχνίας Νο 174 «Δάντε Αλιγκέρι», στο Διεθνές Ίδρυμα Σλαυικής Γραφής και Πολιτισμού, στο Γυμνάσιο «Ελλάδα»,/ στο Ναό Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (πλησίον του Οίκου Εθνοτήτων της Μόσχας). Τα τελευταία χρόνια τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας παρακολουθούν περί τα 500-550 άτομα. Πρόκειται για ομογενείς και Φιλέλληνες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ταξιδεύουν τακτικά στην Ελλάδα. Το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014 λειτούργησα 25 τμήματα γλώσσας, ενώ κατεγράφη ο πρωτοφανής αριθμός ενδιαφερομένων να διδαχθούν τη νεοελληνική, που ανήλθε σε 1400 άτομα. Τη νέα, τρέχουσα 2014-2015 ακαδημαϊκή χρονιά, ο αριθμός των εγγραφών ξεπέρασε τις 1100 και ήδη λειτουργούν 27 τμήματα γλώσσας (εκ των οποίων 24 για ενήλικες και 3 για παιδιά). Ήδη από το 2007 το Κ.Ε.Π. επανδρώνεται και με Έλληνα εκπαιδευτικό, εν Μόσχα αποπασμένο του Υπουργείου Εθνική Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Παράλληλα στο Κέντρο λειτουργούν δανειστική βιβλιοθήκη, ταινιοθήκη και μουσικό αρχείο, προσιτά σε κάθε ενδιαφερόμενο.

 

Ήδη από το 2012 λειτουργήσαμε και παράλληλο Δικτυότοπο, που ως στόχο έχει την προβολήτης Χώρας μας ως τουριστικού και επενδυτικού προορισμού, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών και του κοινού μας επισκέπτονται κάθε χρόνο την Ελλάδα, περνούν τις διακοπές τους στην απαράμιλλου κάλλους πατρίδα μας, προβαίνουν σε απόκτηση ακινήτων στην Ελλάδα, ενώ από εφέτος το καλοκαίρι (2014) δρομολογήσαμε θερινά εκαπιδευτικά προγράμματα στην Ελλάδα.

 

 

Ολοένα και περισσότεροι μαθητές εγγράφονται στα μαθήματα χορού και τη χορωδία, το Κέντρο επισκέπτεται καθημερινά κοινό είτε για να δανειστεί βιβλία στην ελληνική από τη βιβλιοθήκη μας, ελληνικές ταινίες και μουσική από την ταινιοθήκη και το μουσικό μας αρχείο, στις εκδηλώσεις του Κέντρου οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει φιλίες και διαπροσωπικές σχέσεις, ουσιαστικά, δηλαδή, το Κέντρο κατέστη σε μία εστία, γύρω από την οποία άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους με κοινό ενδιαφέρον, με κοινό γνώμονα τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα, την ελληνική τέχνη, την ελληνική ιστορία, με κοινό αντικείμενο την Ελλάδα μέσα στους αιώνες. Για άλλη μια φορά επισημαίνω τον αβίαστο τρόπο προσέγγισης του Κέντρου και το υψηλό ποσοστό συμμετοχής, αυθόρμητης συμμετοχής, και σύμπραξης του κοινού στις εκδηλώσεις του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού (έχουμε καταγράψει, απ΄ όσο δυνάμεθα να γνωρίζουμε, περί τους 4 γάμους στα πλαίσια τοιυ Κ.Ε.Π.), την ελάχιστη έως και ανύπαρκτη στήριξη εκ μέρους των επίσημων ελληνικών Αρχών, τα ελάχιστα οικονομικά μέσα (οι περισσότερες δράσεις αποτελούν εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα προσωπικής δουλειάς, ζήλου, ενθουσιασμού), γεγονός που μας επιτρέπει να ισχυριζόμαστε ότι η σύσταση και λειτουργία του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού ανταποκρίνεται σε ανάγκη της σημερινής ρωσικής κοινωνίας που αφορά ενδιαφέρον για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, αλλά και αποτελεί νομοτέλεια της δυναμικής και εξέλιξης στις σχέσεις των δύο ομόδοξων λαών.

 

Ο Ελληνισμος και ο Φιλελληνισμός στη Ρωσία ανέκαθεν αποτελούσαν ένα τεράστιας σημασίας δυναμικό, που εξασφάλιζε αφ΄ ενός την ευημερία και τη συσπείρωση της ελληνικής κοινότητας στη Ρωσία, τη διατήρηση της εθνικής της ταυτότητας και συνείδησης, αφ΄ετέρου συνέβαλε στην ανάπτυξη του ελληνικού κράτους, καθώς και στην περαιτέρω σύσφιξη των διμερών σχέσεων των δύο ομόδοξων λαών, που τους συνδέει κοινή ιστορική πορεία, κοινοί πνευματικοί δεσμοί, τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων.

 

 

Σε αυτό το σημείο θα επιθυμούσα να αναφέρω ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Αλεξάντρ Μιλιουκώφ, Ρώσου περιηγητή του δεύτερου ήμισυ του 19ου αι., ο οποίος επισκέφθηκε τη Χώρα μας. Πρόκειται για το 1857, περίοδο μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, όταν η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας όλο και περισσότερο προσανατολίζεται προς τη Δύση, ενώ η επιρροή της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή είναι αποδυναμωμένη. Ο Μιλιουκώφ αναφέρει ότι κατά τον περίπατό του στους πρόποδες της Ακρόπολης και συνοδευόμενος από έναν Έλληνα γνωστό του, με τον οποίο επικοινωνούσε στη γαλλική, συνάντησε έναν ηλικιωμένο Έλληνα βοσκό. Ο βοσκός, στην αρχή, νόμισε ότι ο ξένος περιηγητής είναι Γερμανός, αφού, όμως, έμαθε ότι πρόκειται για Ρώσο “το συνοφρυωμένο πρόσωπο του γέροντα φωτίστηκε. –Ρώσος! – είπε ο γέρος τοποθετώντας το χέρι στην καρδιά, - κάθισε, κάθισε! Οι Ρώσοι είναι προσκεκλημένοι μας! Οι Ρώσοι είναι αδέρφια μας!” [4]

Νομίζω ότι αυτά τα λόγια του Έλληνα βοσκού χαρακτηρίζουν με το βέλτιστο τρόπο τις σχέσεις των δύο λαών διαχρονικά, πρωτίστως σε διαπροσωπικό επίπεδο, σε επίπεδο απλών ανθρώπων, ανεξαρτήτως πολιτικών συγκυριών, ισορροπιών και σκοπιμοτήτων.


Дата добавления: 2015-11-04; просмотров: 16 | Нарушение авторских прав




<== предыдущая лекция | следующая лекция ==>
Altufyevskoe shosse, 44, office No 9, 2nd floor | 

mybiblioteka.su - 2015-2024 год. (0.012 сек.)